πλοιαφέσια

πλοιαφέσια
τὰ, Α
εορτή τών ναυτιλλομένων, την οποία τελούσαν προς τιμήν τής Ίσιδος και κατά την οποία γινόταν εικονική ναυσιπλοΐα και μεταφορά πάνω σε ιδιαίτερο πλοίο και με συνοδεία πομπής τού αγάλματος τής θεάς.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πλοῖον + ἄφεσις «απαλλαγή, απόλυση, ξεκίνημα, ρίξιμο»].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • πλοιαφέσια — launching of the ship neut nom/voc/acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ναυαρχώ — (Α ναυαρχῶ, έω) [ναύαρχος] 1. είμαι ναύαρχος, διοικώ στόλο («ἄλλῳ δὲ παρήσομεν οὐδενὶ ναυαρχέειν», Ηρόδ.) 2. είμαι αρχηγός στα πλοιαφέσια* …   Dictionary of Greek

  • ναυβατώ — ναυβατῶ, έω (Α) [ναυβάτης] υπηρετώ ως ναυβάτης στα πλοιαφέσια* …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”