- πλοιαφέσια
- τὰ, Αεορτή τών ναυτιλλομένων, την οποία τελούσαν προς τιμήν τής Ίσιδος και κατά την οποία γινόταν εικονική ναυσιπλοΐα και μεταφορά πάνω σε ιδιαίτερο πλοίο και με συνοδεία πομπής τού αγάλματος τής θεάς.[ΕΤΥΜΟΛ. < πλοῖον + ἄφεσις «απαλλαγή, απόλυση, ξεκίνημα, ρίξιμο»].
Dictionary of Greek. 2013.